φαφουτιάζω

φαφουτιάζω
Ν [φαφούτης]
γίνομαι φαφούτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαφουτιάζω — και φαφουτιαίνω φαφούτιασα, αμτβ., γίνομαι φαφούτης (βλ. λ.), χάνω τα δόντια μου, ξεδοντιάζομαι: Ο παππούς φαφούτιασε και φοράει μασέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαφουτιαίνω — Ν [φαφούτης] φαφουτιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”